Kaliarnta : ētoi, To glōssikon idiōma tōn kinaidōn, hoper par' autois einai gnōston kai hōs kaliarntē ē kaliarntō, kai hōs tzivanōta kai hōs liarntō ē doura liarnta, kai hōs latini...
Καλιαρντα : ήτοι, Το γλωσσικόν ιδίωμα των κιναιδών, όπερ παρ' αυτοίς είναι γνωστόν και ως καλιαρντή η καλιάρντω, και ως τζιβανωτά και ως λιάρντω ή ντούρα λιάρντα, και ως λατινικά ή βαθιά λατινικά, ή απλώς, ετρούσκα, και ως λουμπινίστικα ή φραγκολουμπινίστικα /
Subjects:
“...
Homosexuality Dictionaries Greek, Modern....
”
Call Number:
Loading...
Located:
Loading...
Book
Loading...